- μπαφιάζω
- 1. αποκάμνω από την πολύ κούραση2. αποναρκώνομαι από τη συνεχή χρήση τσιγάρου3. μτφ. αγανακτώ, οργίζομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. από τον ήχο μπάφ τής εκπνοής + κατάλ. -ιάζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπαφιάζω — μπαφιάζω, μπάφιασα, μπαφιασμένος βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μπαφιάζω — μπάφιασα, μπαφιασμένος, σκάζω, εξαντλούμαι από κούραση, στενοχωρούμαι πολύ: Μπάφιασα μέχρι ν’ ανεβώ τη σκάλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπάφιασμα — το [μπαφιάζω] το αποτέλεσμα τού μπαφιάζω … Dictionary of Greek